σταχυηρός

σταχυηρός
στᾰχῠηρός, ά, όν,
A bearing ears of corn,

σπέρμα Thphr.HP9.16.4

; τὰ ς. plants that bear ears, cereals, ib.1.11.4, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταχυηρός — ά, όν, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηρά τα φυτά που σχηματίζουν στάχυ 2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • σταχυηρά — σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc pl σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc/acc dual σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχυηρῶν — σταχυηρός bearing ears of corn fem gen pl σταχυηρός bearing ears of corn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχυηρόν — σταχυηρός bearing ears of corn masc acc sg σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”